Η μπάλα του μπάσκετ τον συνοδεύει από τη μικρή ακόμη ηλικία, από το σχολείο και κάνουν στενή παρέα εδώ και χρόνια. Με αυτή καταξιώθηκε, είχε πολλές διακρίσεις και τίτλους, δεν την αφήνει από τα χέρια του και πλέον από μια άλλη πλευρά, περνάει στα μικρά παιδιά τη δική του εμπειρία.
Ο Νίκος Χατζηβρέττας αγωνίστηκε σε υψηλό επίπεδο με τις ομάδες στις οποίες συμμετείχε κατέκτησε πρωταθλήματα, Ευρωλίγκα (δύο φορές), μετάλλια με την Εθνική ομάδα. Ο 42χρονος πρώην γκαρντ σταμάτησε μεν το μπάσκετ, παρέμεινε όμως σε αυτό που αγαπά, ασχολείται με το αναπτυξιακό κομμάτι και αποτελεί τρανή απόδειξη, πως όταν ασχολείσαι με αυτό που αγαπάς, πετυχαίνεις.
Από το 2015 διατηρεί την ακαδημία ΔΕΚΑ (10 Α) που αν και έχει λίγα χρόνια ζωής, ωστόσο έχει ήδη επιτυχίες στα αγωνιστικά τμήματα. Η ανδρική ομάδα συμμετέχει στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής.
Κάπου μεταξύ των προπονήσεων ο Νίκος Χατζηβρέττας, φιλοξένησε το BasketPlus.gr στο δεύτερο του σπίτι, στις εγκαταστάσεις της 10Α, στο Δήμο Ευόσμου- Κορδελιού, στη Θεσσαλονίκη. Μας μίλησε για το σωστό τρόπο εκμάθησης του μπάσκετ αλλά και για τον Παναθηναϊκό, τον Ρικ Πιτίνο, την Εθνική ομάδα και για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Το 2012 αποχωρεί από την ενεργό δράση μετά από μια γεμάτη πορεία αλλά παραμένει ενεργός στο χώρο. Πως λοιπόν πήρε αυτήν την απόφαση;
«Δεν ήταν το πλάνο μου, δεν υπήρχε πλάνο. Απλά το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα ασχολιόμουν με το μπάσκετ και την προπονητική σε μικρές ηλικίες. Τώρα αν θα ήμουν προπονητής σε μία ομάδα, ή αν θα ήμουν υπεύθυνος κάπου και θα έτρεχα την ομάδα προπονητικά και διοικητικά δεν το ήξερα. Εξελίχθηκε… ήθελα να είμαι εδώ στην περιοχή μου στον Εύοσμο, εδώ ζω και ήθελα να υπάρχει κάτι και μία κατάσταση που να αντιπροσωπεύει εμένα. Δεν μπόρεσα να συνεργαστώ με κάποια ομάδα και έτσι δημιούργησα με τους άλλους προπονητές, που είμαστε μαζί χρόνια αυτήν την ομάδα.
Ξεκίνησα από το 2011 να ασχολούμαι με τις Ακαδημίες, με τη GBA, μετά αλλάξαμε κι έγινε ΔΕΚΑ. Είναι η πέμπτη σεζόν που λειτουργούμε σαν ΔΕΚΑ, απλά ήμασταν και τρία χρόνια πριν ως GBA, που είχαμε τμήματα και ανατολικά και δυτικά στη Θεσσαλονίκη.
Από τη στιγμή που υπάρχουν πολλά παιδιά και χαίρονται το άθλημα, φυσικά και είμαι ευχαριστημένος. Το σημαντικό είναι ότι περνάνε καλά και τους δίνουμε μία διέξοδο να φύγουν από το σπίτι, να τρέξουν, να παίξουν, να γελάσουν, όλα αυτά τα συναισθήματα που δίνει ο αθλητισμός. Από τη στιγμή που τα παρέχουμε αυτά στα παιδιά είναι ευχάριστο. Είναι μεγάλος ο κόπος αλλά προσωπικά έχω μάθει να δουλεύω στα «κόκκινο», να έχω υψηλές απαιτήσεις σαν αθλητής, αυτό περνάει και γίνεται βίωμα και περνάει και στην ομάδα. Υπάρχει κόπωση, ξοδεύουμε ενέργεια αλλά μόνο έτσι προχωράνε τα πράγματα».
-Τι έχει αλλάξει σε επίπεδο εκμάθησης του μπάσκετ σε σχέση με τη δική σας γενιά;
«Σε εμάς ήταν πολύ διαφορετικά. Μεγαλώσαμε με μία μπάλα, είτε ήταν ποδόσφαιρο, είτε ήταν μπάσκετ -που ανέβηκε πολύ το άθλημα μετά- βλέπαμε πολύ, παίζαμε έξω πολλές ώρες, στην αρχή ειδικά και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Αυτό τώρα δεν υπάρχει για τα παιδιά, που πρέπει να πάνε κάπου από μικρά για να βρουν χώρο για να παίξουν με ασφάλεια και αυτό τους δίνει την ευκαιρία να παίξουν σε ομάδες. Από εκεί και πέρα αν οι ομάδες από μικρή ηλικία δίνουν έμφαση και το βλέπουν σοβαρά, είναι πολύ καλό για τα παιδιά γιατί μαθαίνουν σωστά από νωρίς. Είναι βασικό και πλεονέκτημα για την εποχή. Το θέμα είναι να ασχολείται η ομάδα σοβαρά, να μην είναι απλά ένας παιδότοπος, να παίρνουν μία μπάλα και να παίξουν. Η διαφορά των εποχών είναι αυτή, ένα παιδί της εποχής μας, στα 12 του μπορούσε να μην είναι σε ομάδα και να είναι καλός γιατί είχε πολύ παιχνίδι έξω, το μπάσκετ ήταν πολύ στην τηλεόραση του Έλληνα κι έτσι μπορούσε να μιμηθεί παίκτες, ήταν πολλές ώρες με τη μπάλα. Τώρα αν ένα παιδί δεν το φέρεις, δε θα βρει διέξοδο να αθληθεί, ακόμη και το χειμώνα, φοβούνται και οι γονείς, δεν υπάρχουν και τόσοι χώροι άθλησης προσεγμένοι.
Στην ακαδημία προσέχουμε πολύ τα παιδιά. Το εφηβικό είναι και με το ανδρικό μαζί, υπάρχουν τέσσερις άνδρες και έφηβοι και κάποιοι παίδες. Τα παιδιά αυτά δηλαδή παίζουν από νωρίς σε υψηλό επίπεδο, δυο τρία χρόνια, που σημαίνει ότι από τα 15 έχουν μπει σε ανδρικό επίπεδο, όχι σε πολύ υψηλό αλλά στη Γ’ Εθνική που είναι ένα καλό επίπεδο για τα παιδιά. Παίρνουν εμπειρίες και παραστάσεις σε ανδρικό επίπεδο, και προσπαθούμε να μείνουμε σε αυτήν την κατηγορία μέσα από αυτά τα παιδιά.
«Σταμάτησε ο ρομαντισμός στο μπάσκετ…»
Προέρχομαι από την ομάδα του Αίαντα που έκανε αυτό το πράγμα, είχαν «κτίσει» με παιδιά της ομάδας έναν κορμό σε μικρή ηλικία, έφεραν και κάποιους έμπειρους παίκτες που θα τους βοηθήσουν και θα βοηθήσουν την ομάδα κι έτσι τα παιδιά αναπτυσσόντουσαν μέσα από την ομάδα και στα 18-19 τα παιδιά ήταν έτοιμα για να είναι σε ένα ανταγωνιστικό επίπεδο. Έτσι κατάφεραν και πολλοί παίκτες να παίξουν σε υψηλό επίπεδο. Το έκαναν πολλές ομάδες τότε, η Καστοριά, που ήταν ο Διαμαντίδης και παίζαμε αντίπαλοι, ο Τσαρτσαρής που ήταν στη Βέροια, από μικρή ηλικία σε ανδρικό επίπεδο. Στη Λάρισα το έκαναν, παίκτες όπως ο Σπανούλης, ο Ντικούδης , όλοι αυτοί έπαιζαν από μικροί. Στο Βόλο, με τον Λιαδέλη και Μπουντούρη, πολλοί… θα ξεχάσω και παίκτες. Ήταν πολλές ομάδες που λειτουργούσαν έτσι γι αυτό πιστεύω ότι υπήρξε και πολύ μεγάλη ανάπτυξη στο άθλημα. Υπήρχαν πολλές κοιτίδες και δεν ήταν οι μεγάλες ομάδες που είναι στην Α1 και σίγουρα εκεί δεν μπορεί να παίξει ένα παιδί 16 ετών, γιατί είναι άλλες οι απαιτήσεις, άλλοι ρυθμοί αλλά το παιδί πρέπει να προετοιμαστεί για να παίξει εκεί. Τότε ήταν σχεδόν βέβαιο ότι γίνεται, αυτή είναι μεγάλη η διαφορά.
Σταμάτησε ο ρομαντισμός στο μπάσκετ, πιο παλιά ήταν πιο πολύ μέσα στα σπίτια του κόσμου και υπήρχαν πολλοί ρομαντικοί άνθρωποι που ασχολούνταν με αυτές τις ομάδες των κατηγοριών και με αυτές τις ηλικίες. Αυτοί οι άνθρωποι σταμάτησαν να ασχολούνται τόσο σοβαρά με το αναπτυξιακό. Δεν υπάρχουν τα χρήματα για να αμείβονται οι προπονητές και να δίνουν έμφαση στη δουλειά τους, κάνουν κι άλλη δουλειά και αυτό ρίχνει το επίπεδο. Οι μεγάλες ομάδες δεν το πρόσεξαν ποτέ ώστε να έχουν κάτι, μια δεύτερη ομάδα, όπως ομάδες του εξωτερικού. Έτσι τα παιδιά μέχρι 18-19 παίζουν σε εφηβικό επίπεδο και μετά τους ζητάμε να γίνουν άνδρες και να παίξουν ξαφνικά στην ανδρική ομάδα. Δε γίνεται έτσι, θέλει μία διαδικασία».
«Μ’ αρέσει αυτό που κάνω, είχα τη δυνατότητα να το κάνω και δεν το σκέφτηκα»
Οι εγκαταστάσεις της ομάδας αποτελούν ένα κόσμημα. Σύγχρονο και ζεστό γήπεδο. Ο Νίκος Χατζηβρέττας πήρε την απόφαση για τη δημιουργία του και δικαιώθηκε.
«Έχουμε ένα γήπεδο που μας φιλοξενεί ο Δήμος και εκεί δίνουμε τους αγώνες μας, Κάποια στιγμή μπήκα στο δίλημμα… (οι Ακαδημίες έχουν και τμήμα βόλεϊ γυναικών) ή να μείνουμε σε ένα γήπεδο μικρότερο σε όγκο και με μικρότερο ταβάνι σαν ομάδα ή να κάνω αυτό το βήμα. Αυτό το εγχείρημα που φυσικά δεν είναι εύκολο αλλά έδινε άλλο αέρα και σιγουριά στην ομάδα, ότι εμείς έχουμε το γήπεδο μας και δε χρειάζεται να παρακαλάμε για 1-2 ώρες. Έχουμε τη βάση μας και τα παιδιά μπορούν να δουλέψουν όπως πρέπει.
Ήταν ένα βήμα για μένα. Μ’ αρέσει αυτό που κάνω, είχα τη δυνατότητα να το κάνω και δεν το σκέφτηκα. Από τη στιγμή που πήρα μια απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά και για πολλά χρόνια με αυτό. Κατοικώ εδώ αλλά και …στο γήπεδο. Είναι σαν το δεύτερο σπίτι μου γιατί τις περισσότερες ώρες είμαι εδώ».
-Είστε στη θέση πλέον του προπονητή. Από τους προπονητές, και δεν ήταν λίγοι -όπως λέει- και ονόματα σπουδαία, που τον κοουτσάρισαν ποιους ξεχωρίζετε;
«Είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολύ μεγάλους προπονητές, είναι φυσικό κιόλας όταν μπαίνεις σε ένα υψηλό επίπεδο. Από τέτοιους προπονητές παίρνεις πάρα πολλά πράγματα όσον αφορά το παιχνίδι, τον τρόπο που παίζεται και φυσικά τη νοοτροπία, τη δουλειά, τη λογική. Δεν θέλω να ξεχωρίσω, συνεργάστηκα με πολύ μεγάλους προπονητές, θα ήταν αδικία να πω μόνο για τον ένα ή για τον άλλον. Ήταν ευλογία για μένα. Ονόματα μύθος στο μπάσκετ. Να αρχίσω από τον Ιωαννίδη και τον Γιαννάκη που τον είχαμε είδωλο και τον είχαμε στην Εθνική, ή μετά στον Παναθηναϊκό με το μεγαλύτερο Ευρωπαίο προπονητή όλων των εποχών, Ομπράντοβιτς, είχαμε και τον Ιτούδη που τώρα είναι από τους τοπ προπονητές στην Ευρώπη και άλλους φυσικά που με βοήθησαν από μικρό, όπως ο Σάκοτα που με εμπιστεύθηκε πολύ, ο Αλεξανδρής… θα συνεχίσω να λέω. Πρέπει να είναι κάπου 20… και στον Αίαντα, από μικρή ηλικία που με βοήθησαν που είναι πολύ σημαντικό. Η ομάδα πρόσεχε πολύ και είχαμε πάντα προπονητές που έδιναν πράγματα. Σημαντικό. Να μην βλέπουμε μόνο τους τοπ, είναι σημαντικό τι γίνεται και πίσω στις αναπτυξιακές ηλικίες και στις μικρές ομάδες, που χτίζουν τους παίκτες για να πάνε μετά σε άλλες ομάδες.
-Τι συμβουλή θα δίνατε στα νέα παιδιά;
«Να αγαπάνε αυτό που κάνουν. Να είναι καλά παιδιά, καλοί χαρακτήρες, να σέβονται τον εαυτό τους και τους συμπαίκτες τους. Είμαστε σε μία εποχή και σε μία κοινωνία που πολύ εύκολα μπορεί να φύγουμε από το δρόμο μας και να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, γιατί μας γράφει ένα site ή μας δείχνει το Instagram και να χάσουμε την ισορροπία. Τα παιδιά όμως πρέπει να είναι ισορροπημένα, σεμνά, ταπεινά, να δουλεύουν με τους προπονητές τους. Είναι το πιο σημαντικό από όλα , ίσως και πιο σημαντικό από το αγωνιστικό. Αν δεν το έχεις αυτό, ίσως να μην μπορέσεις να πας σε υψηλό επίπεδο ποτέ. Πρέπει να είσαι φαινόμενο των φαινόμενων και πάλι δε θα αντέξεις εκεί γιατί πρέπει να σε κρατήσει η βάση σου, οι αρχές σου, ο χαρακτήρας σου και η σεμνότητα μέσα σε ένα σύνολο».
-Και μιας και μιλάμε για φαινόμενο, ως φαινόμενο , με τρομερή εξέλιξη χαρακτηρίζεται ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
«Ναι ο Αντετοκούνμπο είναι ένα φαινόμενο, αθλητικό, τεράστιο, έχει φτάσει εκεί που έχει φτάσει γιατί είναι ισορροπημένος, από πολύ μικρός έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ένα παιδί σκληρό που έζησε δύσκολα χρόνια και ένα παιδί από τον Φιλαθλητικό, που έπαιζε στην ανδρική ομάδα από 15 χρονών. Έπαιζε Β’, Γ’ Εθνική, Α2, στα 18 ακόμη κι εκεί που πήγε ήξερε να αναμετρηθεί με άνδρες, πιο ψηλά και δυνατά κορμιά, ήξερε να βάζει το σώμα του γιατί από μικρός ήταν στην ανδρική ομάδα. Άρα στην ουσία, είχα βάλει πριν τη γενιά μου παράδειγμα για το πώς λειτουργούσαμε, αλλά εδώ έχουμε ένα φαινόμενο μπασκετικό το οποίο λειτούργησε με αυτόν τον τρόπο και αναπτύχθηκε και ο αδερφός του, ο Θανάσης. Μάλιστα με την ομάδα, αυτοί και άλλα παιδιά την έφτασαν από το τοπικό παραλίγο να ανέβει και Α1. Ένα παράδειγμα της σύγχρονης εποχής και όλα τα παιδιά αυτά παίζουν σε υψηλό επίπεδο, έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που λέω ακόμη μία φορά».
Κεφάλαιο Εθνική
Ο Νίκος Χατζηβρέττας ήταν μέλος μιας σπουδαίας φουρνιάς του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος (Πρώτη θέση Ευρωμπάσκετ 2005, δεύτερη θέση Παγκόσμιο 2006, συμμετοχή σε τέσσερα Ευρωμπάσκετ (2001, 2003, 2005, 2007), σε ένα Μουντομπάσκετ (2006) και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2004. Μας δίνει την εκτίμησή του για τον νέο τεχνικό της ομάδας, Ρικ Πιτίνο.
«Ο προπονητής είναι πολύ σημαντικό κομμάτι για την ομάδα, πρέπει να εμπνέει τους παίκτες. Είναι δύσκολο ένας προπονητής να κριθεί από μία Εθνική ομάδα, προπονητικά- γιατί είναι πολύ μικρό το διάστημα για να δουλέψει και να βάλει τη δική του ταυτότητα αλλά μετράει το πώς θα διαχειριστεί την κατάσταση και πως θα λειτουργήσει ώστε να πάρει από τους παίκτες αυτό που πρέπει. Τώρα για την αλλαγή… όλοι οι προπονητές έχουν αξία και βοηθούν την ομάδα, όπως και ο κόουτς Σκουρτόπουλος. Είχε ένα άτυχο αποτέλεσμα η Εθνική, που της στοίχισε. Ο νέος προπονητής είναι ένα πολύ μεγάλο όνομα στην ιστορία του μπάσκετ, μακάρι η ομάδα να βρει το δρόμο της, έχει όλα τα εχέγγυα. Καλούς παίκτες, καλούς χαρακτήρες, άρα για μένα είναι θέμα χρόνου να έρθει μια επιτυχία».
Στη συζήτηση μας δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στις εγχώριες διοργανώσεις, πρωτάθλημα και κύπελλο.
«Το πρωτάθλημα έχει πέσει πολύ σε επίπεδο και είναι λογικό από τη στιγμή που δεν μετέχει ο Ολυμπιακός και τα μπάτζετ των ομάδων δεν μπορούν να φτάσουν των 3-4 μεγαλύτερων, υπάρχουν πολλά οικονομικά προβλήματα. Είναι λογικό να υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ομάδων. Από την άλλη είναι μια ευκαιρία για τα παιδιά αυτών των ομάδων να πάρουν την ευκαιρία και να δοθεί ευκαιρία να κερδίσουν τα παιδιά και οι ομάδες.Το μπάσκετ περνάει μια τεράστια κρίση.
Υπάρχουν ομάδες που είναι ανταγωνιστικές, εκτός από τον Παναθηναϊκό που είναι τοπ, είναι ο Προμηθέας που κάνει μια τρομερή προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα από το αναπτυξιακό μέχρι και το αντρικό και αξίζει συγχαρητήρια και στον άνθρωπο που τη διοικεί και την τρέχει. Η ΑΕΚ είναι ένα μεγάλο κλαμπ με πρότζεκτ και υλικό, το Περιστέρι μια μεγάλη γειτονιά, που έχει επανέλθει. Είναι σε ένα καλό επίπεδο. Φτάσαμε σε ένα φάιναλ φορ Κυπέλλου όπου ο Παναθηναϊκός αποκλείστηκε από μία μεγάλη ομάδα που μπορεί να κερδίσει ένα σοβαρό αντίπαλο, είναι έκπληξη αλλά όχι μεγάλη».
Ξεκίνημα με Αίαντα Ευόσμου, έπειτα πέντε χρόνια στον Ηρακλή, ένα χρόνο στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, έξι χρόνια στον Παναθηναϊκό και δύο χρόνια στον Άρη. Ομάδες σταθμοί, και τίτλοι μαζί τους.
-Ο Παναθηναϊκός παραμένει σε υψηλό επίπεδο, πάντα, απέχει όμως τα τελευταία χρόνια από την τελική φάση στην Ευρωλίγκα.
«Τα μπάτζετ των άλλων ομάδων έχουν ξεφύγει, ο Παναθηναϊκός το έχει ρίξει, όταν των άλλων είναι π.χ. 40εκ. και του ΠΑΟ 15εκ. είναι τεράστια διαφορά. Παίζει τεράστιο ρόλο. Το άλλο που έχει χάσει είναι η ταυτότητα, η χημεία που είχε, ο ελληνικός κορμός που είχε και τον στήριζε. Αυτό δεν έχει, αν το είχε και με τις προσθήκες θα βοηθούσε πάρα πολύ, θα ήταν σε καλό επίπεδο. Είχε και μια προπονητική σταθερότητα, που τώρα αλλάζει πολλές φορές, ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος τότε που περνούσε αυτό που ήθελε στην ομάδα και ήταν η ομάδα του προπονητή, άσχετα ποιους παίκτες είχε. Αυτό δεν το έχει».
-Πέντε χρόνια της καριέρας σας ήταν στον Ηρακλή.
«Για μένα προσωπικά είναι πολύ σημαντική ομάδα, γιατί μου έδωσε το βήμα και με πίστεψε να δείξω τι μπορώ να κάνω σαν παίκτης, την αγαπώ αυτή την ομάδα. Τώρα είναι ένας άνθρωπος σοβαρός μετρημένος, που την πήρε από την μικρότερη κατηγορία, την έφερε στην Α1 και οι άνθρωποι θα πρέπει να τον στηρίξουν με όλα τα μέσα, να τον βοηθήσουν και μέσα από αυτή την ομάδα να πάρουν χρόνο και νέα παιδιά, όπως εμείς τότε».
-Κι ο Άρης; Η τελευταία ομάδα που αγωνιστήκατε;
«Ο Άρης έχει προβλήματα χρόνια. Εμείς μεγαλώσαμε με αυτήν την ομάδα και η γενιά η δική μας ξέρει πόσο σημαντικός είναι για το ελληνικό μπάσκετ. Από κει και πέρα το πρόβλημα είναι ότι όλος ο περίγυρος και το περιβάλλον έχει μείνει σ’ αυτό».
-Ένας χρόνος σημαντικός για σας ήταν και με την ΤΣΣΚΑ. Πως ήταν η εμπειρία του εξωτερικού;
«Έζησα μια πολύ μεγάλη εμπειρία στη Μόσχα, όταν είχα πάει η διοίκηση που είναι τώρα, έκανε τότε το ξεκίνημα της. Είναι στις 4 τοπ ομάδες της Ευρώπης, σε οργανωτικό επίπεδο. Γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους, συνεργάστηκα μαζί τους και λειτουργούσαν ως ομάδα από τους ανθρώπους που ήταν στα γραφεία, μέχρι αυτούς που σκούπιζαν το παρκέ. Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση, όσο το έζησα και νομίζω το κρατάνε ακόμη. Είναι μεγάλο κλάμπ και μεγάλη τιμή για μένα».
-Κλείνοντας, ποιες στιγμές κρατάτε από την μπασκετική σας πορεία; Ωραίες, άσχημες…
«Έζησα πολύ ωραίες στιγμές για έναν αθλητή και άσχημες όμως. Οι ωραίες μένουν στην ιστορία αλλά και οι άσχημες τον κάνουν δυνατό έναν αθλητή και τον θέλουν να φτάνει στο επίπεδο της πρωτιάς. Στην Εθνική ας πούμε δεν είχαμε πάντα επιτυχίες, είχαμε και αποτυχίες ως ομάδα, μας είχαν στα φαβορί, οι απαιτήσεις του κόσμου και των δημοσιογράφων ήταν πάντα υψηλές , κι έτσι έπρεπε να ήταν. Πολλές φορές όμως δεν τα καταφέραμε, το 2003 βγήκαμε πέμπτοι, το 2004 επίσης ενώ όμως μας είχαν όλοι για μετάλλιο. Μετά όμως ήρθαν τα μετάλλια, αυτό μας δυνάμωνε σαν ομάδα, σαν προσωπικότητες, σαν χαρακτήρες. Μια ομάδα δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο με τις επιτυχίες, χρειάζονται και οι αποτυχίες που θα σε κάνουν πιο δυνατό και πιο σκληρό και πιο έτοιμο να δουλέψεις περισσότερο. Όλα αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι μιας ομάδας που κάνει πρωταθλητισμό.
Το λέω και το πιστεύω… έχω πάρει πολλούς τίτλους με τις ομάδες που έπαιξα το πιο σημαντικό όμως που κέρδισα μέσα από αυτές , είναι η παρέα των παιδιών που γνώρισα και συνεργάστηκα και είμαστε φίλοι. Έζησα μια φουρνιά παιχτών, σεμνών και ταπεινών που ήξεραν να δουλεύουν , με χαμηλά το κεφάλι, που σέβονταν τον προπονητή, τον άκουγαν και έσκυβαν το κεφάλι, έδιναν το χέρι πάντα στον συμπαίκτη, με καλή νοοτροπία. Νομίζω ότι αυτό είναι πιο σημαντικό από τους τίτλους και τα μετάλλια, να ζήσεις και να δουλεύεις με τέτοιους ανθρώπους και συμπαίκτες».